Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Πληροφορίες για την ποντιακή και την κρητική διάλεκτο (πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, www.greek-language.gr)


ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Ποντιακή ονομάζεται η νεοελληνική διάλεκτος που μιλιόταν στη βορειοανατολική Μικρά Ασία από τους ελληνόφωνους κατοίκους του Εύξεινου Πόντου και συγκεκριμένα του ανατολικού τμήματος της μικρασιατικής παραλίας. Η περιοχή αυτή περιελάμβανε περίπου 800 οικισμούς, εκτεινόταν σε μια ζώνη 400 χιλιομέτρων, από την Ινέπολη στα δυτικά μέχρι την Κολχίδα στα ανατολικά, και δεν ήταν αμιγώς ελληνόφωνη, αλλά εκεί ήταν εγκατεστημένοι και τουρκικοί πληθυσμοί. Επίσης, η διάλεκτος αυτή χρησιμοποιούνταν σε μερικά χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας σε βάθος 100 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή (Τομπαΐδης 1996). Μαζί, λοιπόν, με την καππαδοκική, την ελληνοκριμαϊκή (ταυρορουμέικη) και τη διάλεκτο των Φαρασών εντάσσεται στο σύνολο των ανατολικών ελληνικών διαλέκτων.
Η ποντιακή διάλεκτος έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική κοινή. Η διαμόρφωσή της χρονολογείται ήδη από τον 7ο ή τον 8ο αιώνα. Συγκεκριμένα, ο Browning (1991, 170-171) υποστηρίζει ότι οι αραβικές εισβολές στην περιοχή κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, σε συνδυασμό με τις ήδη υπάρχουσες τοπικές ιδιαιτερότητες της ελληνιστικής κοινής στη Μικρά Ασία, είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει να διαφοροποιείται σημαντικά ο λόγος των κατοίκων της περιοχής εκείνης. Επιπλέον, οι Έλληνες του Πόντου ζούσαν μια ιδιόμορφη συνοριακή ζωή και είχαν λίγη επαφή με τις κύριες περιοχές του ελληνικού εποικισμού δυτικότερα. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι ο Πόντος ήταν απομονωμένος από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία και ουσιαστικά ανεξάρτητος ήδη από τον 12ο αιώνα, ενώ από τον 13ο έως τα μέσα του 15ου αποτέλεσε την ανεξάρτητη αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Μέχρι τον 19ο αιώνα δεν έχουμε καθόλου γραπτά κείμενα για τη διάλεκτο αυτή, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ανιχνεύσουμε με ακρίβεια τα στάδια και τις λεπτομέρειες της εξέλιξής της. Η ποντιακή αποτελούσε κώδικα προφορικής παράδοσης, τον οποίον οι ομιλητές του ονόμαζαν «ρωμέικα» ή «λαζικά». Η καταγραφή διαλεκτικών κειμένων δεν αρχίζει παρά στα τέλη του 19ου αιώνα και γίνεται συστηματικότερη από το 1928 και εξής με την ίδρυση του Αρχείου Πόντου στην Ελλάδα. Ωστόσο, το σύστημα γραφής που ακολουθείται παραβλέπει και ουσιαστικά «συγκαλύπτει» αρκετές της ιδιαιτερότητες, με αποτέλεσμα ούτε αυτά τα κείμενα να μας παρέχουν μια ακριβή καταγραφή της διαλέκτου. Ακριβέστερη καταγραφή της σύμφωνα με το σύγχρονο φωνητικό σύστημα έχουμε από το 1980 και εξής (Drettas 1999).

2. Γλωσσική περιγραφή της διαλέκτου

Φαίνεται ότι υπήρχε έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση μεταξύ των επιμέρους περιοχών του Πόντου. Συγκεκριμένα, ο Τριανταφυλλίδης ([1938] 1981, 288) διακρίνει τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: (α) τα οινουντιακά (με έντονες επιδράσεις από την κοινή νεοελληνική) (β) τα τραπεζουντιακά και (γ) τα χαλδιώτικα (με μεγαλύτερες επιδράσεις από την τουρκική). Ο Παπαδόπουλος (1953) κατατάσσει τα επιμέρους ποντιακά ιδιώματα σε 6 κύριες ομάδες: α) ιδίωμα Τραπεζούντας, Ματσούκας, Σάντας και Χαλδίας (το πολυπληθέστερο) β) Όφη και Σουρμαίνων γ) Κερασούντας και Τρίπολης δ) Οινόης ε) Αμισού και στ) Ινέπολης. Τα κριτήριά του όμως, επισημαίνει ο Drettas (1999), δεν είναι τόσο γλωσσολογικά όσο γεωγραφικά.
Καθώς η ποντιακή είναι από τις διαλέκτους που έχουν περιγραφεί αρκετά διεξοδικά, δεν θα αναφέρουμε εδώ παρά ορισμένα από τα κύρια γνωρίσματά της:
  • α. Φωνητική-φωνολογία
    • Δεν γίνεται συνίζηση στις διφθόγγους /ia/ και /io/, αλλά συναίρεση με αποτελέσματα [ä] και [ö], που προφέρονται περίπου σαν τα αντίστοιχα γερμανικά: [vasiläδes] (βασιλιάδες), [telöno] (τελειώνω). Η συνίζηση απουσιάζει γενικότερα: [foléa] (φωλιά), [peðía] (παιδιά).
    • Το η προφέρεται ως [e]: νύφη > [nífe], κλέφτης > [kléftes], Γιάννης > [ʝánes].
    • Παρατηρείται σίγηση των άτονων φωνηέντων /i/ και /u/, η οποία θυμίζει τα ημιβόρεια ιδιώματα του ελληνικού χώρου: [peγáδ] (πηγάδι), [ákson] (άκουσον), > [ʝíndan] (γίνονταν), [kόr] (κόρη).
    • Διατηρείται το τελικό [n] και επεκτείνεται σε λέξεις όπου ιστορικά δεν δικαιολογείται: πόρταν [pόrtan], τραπέζιν [trapézin], χώμαν [xόman].
    • Τόνος σε μια τονική ενότητα μπορεί να απαντά ακόμη και στην τέταρτη ή πέμπτη συλλαβή πριν το τέλος, οπότε αναπτύσσεται και ένας δεύτερος τόνος στη δεύτερη ή την τρίτη συλλαβή από το τέλος: κοιμόμαστε [éçimumunéstine].
  • β. Μορφολογία (κλίση-παραγωγή-σύνθεση)
    • Όσον αφορά το ονοματικό σύστημα παρατηρούνται τα εξής:
      • Tο άρθρο της γενικής ενικού και για τα τρία γένη είναι [ti] (στις περισσότερες περιοχές), π.χ. /ti-túrk(onos)/ 'του Τούρκου', /ti-ɣarís/ 'της γυναίκας', /ti-xorafí/ 'του χωραφιού'.
      • Η ονομαστική ενικού των δευτερόκλιτων αρσενικών ουσιαστικών λήγει σε -ον ή -ο (ο λύκον/λύκο (ΚΝΕ ο λύκος), ο πάππον/πάππο (ο πάππος).
      • Σχηματίζονται θηλυκά επίθετα με το επίθημα -έσσα, το οποίο είναι εξαιρετικά παραγωγικό, π.χ. ορφανέσσα (ΚΝΕ ορφανή).
      • Τα παραθετικά σχηματίζονται ως εξής: (κι) άλλο έμορφος (ΚΝΕ ομορφότερος), πολλά έμορφος 'πάρα πολύ όμορφος'.
      • Τα ουδέτερα υποκοριστικά σχηματίζονται με το επίθημα -όπον, π.χ. κορτζόπον (κοριτσάκι), λαλόπον (φωνούλα), πουλόπον (πουλάκι).
      • Απαντά η αντωνυμία αούτος ή αβούτος (αυτός).
    • Στο ρηματικό σύστημα:
      • Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα (στις περισσότερες περιοχές), π.χ. θα λέγω 'θα λέω/θα πω'.
      • Ο παθητικός αόριστος λήγει σε -θα, π.χ. εκοιμήθα (κοιμήθηκα).
      • Ο ενεργητικός παρακείμενος λήγει σε -να, π.χ. επαρακάλνα (παρακαλούσα).
  • γ. Σύνταξη
    • Το αντικείμενο τίθεται πάντα σε αιτιατική, π.χ. είπα τον κύρη (είπα στον κύρη).
    • Τα κλιτικά έπονται του ρήματος, π.χ. έγκα σε (σου έφερα), έδειξα 'τον το χωράφι μου (του έδειξα το χωράφι μου), ντο λες με? (τί μου λές).
Επίσης, διαφορές εντοπίζονται στη θεματοποίηση και την εστίαση της πρότασης στην ποντιακή σε σχέση με την κοινή (Drettas 2000α). Xαρακτηριστική στο επίπεδο αυτό είναι η χρήση του επιτιθέμενου μορίου -πα, το οποίο αποτελεί «διακριτικό ισχυρής θεματοποίησης», π.χ. #aso-kifálim-pa eksévan ta-névram# 'από τo κεφάλι μoυ έξω βγήκαν τα νεύρα μoυ' (Drettas 1999, 19). Φαίνεται πάντως ότι η ποντιακή δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις στη σύνταξή της από την τουρκική (Τζιτζιλής 2000).
  • δ. Λεξιλόγιο
Γενικά, η ποντιακή έχει δεχθεί πλήθος δανείων από τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή (κυρίως την τουρκική, αλλά και την αρμενική, τη γεωργιανή, την κουρδική, την ελλαδική ελληνική και τις τουρανικές γλώσσες). Στην ποντιακή απαντούν πολλές ιδιωματικές λέξεις που δεν απαντούν στη νεοελληνική κοινή (π.χ. κουτσή/πατσή (κορίτσι), παρχάρεα (λιβάδια), χαμαιλέτες (αλευρόμυλος) ή σε άλλες διαλέκτους ή ιδιώματα, και άλλες που φαίνεται να προέρχονται από παλαιότερα στάδια της ελληνικής. Επίσης, δεν απαντά το αρνητικό μόριο δεν, αλλά στη θέση του εμφανίζεται το κι. Η ποντιακή ανήκει, κατά τον Κοντοσόπουλο (2000, 16), στη ζώνη του είντα και όχι του τί. Συγκεκριμένα, η ερωτηματική αντωνυμία στην ποντιακή είναι ντο (ντο εν αούτο (τί είναι αυτό)). Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, ότι η ποντιακή εμφανίζει διαφορές από την κοινή νεοελληνική στην έκφραση εννοιών που σχετίζονται με τον χώρο, τον χρόνο και την ποσότητα (Κουτίτα-Καϊμάκη 1987 Κουτίτα-Καϊμάκη 1994).

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Δύο σημαντικές ανακατατάξεις επηρέασαν καθοριστικά τη σύγχρονη κατάσταση της ποντιακής διαλέκτου: αφενός το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα με κατεύθυνση την τότε ρωσική αυτοκρατορία, το οποίο είχε αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων ποντιακών κοινοτήτων στον βόρειο Καύκασο (Γεωργία) και τον νότιο Καύκασο (Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Χωρών) αφετέρου οι ανακατατάξεις πριν και μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε πολλοί Πόντιοι αναγκάζονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Αθήνα. Ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί παραμένουν έκτοτε μόνο δυτικά της Τραπεζούντας (περιοχή της Τόνιας) και ανατολικά της (ζώνη του Όφη Drettas 1999 Drettas 2000β Μackridge 1999).
Συνεπώς, σήμερα η ποντιακή διάλεκτος όχι μόνο έχει χάσει τη γεωγραφική της έννοια, αλλά φαίνεται και βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης υπό την επίδραση της κοινής νεοελληνικής. Εξάλλου, αυτό που σήμερα γίνεται αντιληπτό ως «ποντιακή διάλεκτος» δεν είναι η σύγχρονη μορφή της, αλλά η μορφή που είχε πριν το 1922, καθώς οι περισσότερες μελέτες σχετικά με αυτή έχουν ιστορικό προσανατολισμό και βασίζονται σε υλικό που αντλήθηκε σε μια προσπάθεια «διάσωσής» της. Όπως και για τις περισσότερες νεοελληνικές διαλέκτους, απουσιάζει το υλικό και οι μελέτες σε συγχρονικό επίπεδο.
Στον ελλαδικό χώρο φαίνεται ότι ομιλείται πλέον ως δεύτερη γλώσσα σε περιβάλλοντα οικεία, οικογενειακά ή φιλικά μια ποντιακή κοινή, με έντονες τις επιδράσεις της νεοελληνικής κοινής. Η χρήση της αποσκοπεί στην επιβεβαίωση πιο πολύ της κοινής καταγωγής και στην εκδήλωση της επιθυμίας για διατήρηση της γλώσσας (Τομπαΐδης 1996). O Drettas (2000β) μάλιστα υποστηρίζει ότι, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, η ποντιακή ενδέχεται να λειτουργεί ως υπόστρωμα για τις σύγχρονες ποικιλίες της νεοελληνικής κοινής λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης των ομιλητών της εκεί. Τέλος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η χρήση της ποντιακής ενισχύεται στις μέρες μας λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος των ποντίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο όμως μακροπρόθεσμα μπορεί να μην ισχύσει, δεδομένου ότι αυτοί εντάσσονται σε σχολεία που διδάσκεται η κοινή νεοελληνική.
Τέλος, στην Τουρκία, η ποντιακή ομιλείται από ελληνόφωνους ποντίους μουσουλμάνους, που σήμερα κατοικούν σε 30 χωριά της επαρχίας του Όφη (Οφίτες) και της επαρχίας Çaykara, ανατολικά της Τραπεζούντας (βλ. παραπάνω). Οι Οφίτες δεν έχουν μειονοτική συνείδηση, είναι τούρκοι πατριώτες και το ιδίωμά τους (η «ρουμάικα» ή «ρούμτžικα») περιέχει αρκετούς αρχαϊσμούς, αλλά και έντονες επιρροές (κυρίως στο λεξιλόγιο) από την τουρκική (Mackridge 1999). Επίσης, στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, ένα μέρος των ελληνόφωνων κατοίκων μιλούν ακόμη σήμερα την ποντιακή διάλεκτο. Αυτοί κατοικούν στην Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία), τον βόρειο Καύκασο (Σταυρούπολη και Κράσνονταρ της Ρωσίας), στην Ουκρανία (Κριμαία) και στην περιοχή της Αζοφικής (Πάππου-Ζουραβλιόβα 2001).
Bίλλυ Τσάκωνα

Βιβλιογραφία

  1. BROWNING, R. 1991. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα. 2η έκδ. συμπληρωμένη με την προσθήκη δύο άρθρων του συγγραφέα. Μτφρ. Μ. Ν. Κονομή. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα.
  2. DRETTAS, G. 1999. Το ελληνο-ποντιακό διαλεκτικό σύνολο. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 15-24. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και ΚΕΓ.
  3. DRETTAS, G. 2000α. Marques de focus en grec commun et en pontique.Στο Πρακτικά της 20ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (23-25 Απριλίου 1999), 122-131. Θεσσαλονίκη.
  4. DRETTAS, G. 2000β. Η ποντιακή διάλεκτος και η χρησιμότητά της στην παιδαγωγική της σύγχρονης ελληνικής. Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 35-42. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  5. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. Γ. 2000. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 3η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  6. ΚΟΥΤΙΤΑ-ΚΑΪΜΑΚΗ, Μ. 1987. Έννοιες ποσότητας και βαθμού σε παραδείγματα από την ποντιακή διάλεκτο. Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 7ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (12-14 Μαΐου 1986), 185-205. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  7. ΚΟΥΤΙΤΑ-ΚΑΪΜΑΚΗ, Μ. 1994. Έκφραση της έννοιας του χρόνου στην ποντιακή διάλεκτο. Στο Νεοελληνική Διαλεκτολογία. Πρακτικά Πρώτου Διαλεκτολογικού Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας (Ρόδος 26-30 Μαρτίου 1992), 228-235. Αθήνα.
  8. MACKRIDGE, P. 1999. Η ελληνοφωνία στην περιοχή του Όφη (Πόντος). Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 25-30. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  9. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Α. 1953. Χαρακτηριστικά της Ποντικής διαλέκτου. Αρχείον Πόντου 18. Αθήνα.
  10. ΠΑΠΠΟΥ-ΖΟΥΡΑΒΛΙΟΒΑ, Α. 2001. Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης και οι διάλεκτοί τους. Στο Ελληνική Γλωσσολογία '99. Πρακτικά 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας. Λευκωσία, 17-19 Σεπτεμβρίου 1999, 495-502. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  11. ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, Χ. 2000. Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 15-22. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  12. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ, Δ. Ε. 1996. Μελετήματα ποντιακής διαλέκτου. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
  13. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ. [1938]. 1981. Άπαντα. 3ος τόμ., Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].









ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Κρητική διάλεκτος ονομάζεται η μορφή της νεοελληνικής που μιλιέται στην Κρήτη. Προέρχεται από την ελληνιστική κοινή. Σύμφωνα με τον Browning (1991, 172), η Κρήτη καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες που προέρχονταν από την Ισπανία και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν για λίγο στην Αίγυπτο το 823 ή το 825. Παρέμεινε στα χέρια των Αράβων μέχρι την ανακατάληψή της από τον Νικηφόρο Φωκά το 967. Για το διάστημα του ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία σχετικά με τη ζωή των Κρητών, σίγουρα όμως δεν είχαν ιδιαίτερη επικοινωνία με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γλώσσα της Κρήτης είχε αρχίσει να αναπτύσσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της ήδη πριν το 823, το διάστημα αυτό ίσως να ήταν κρίσιμο για την καθιέρωση των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν την κρητική από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους και τα ιδιώματα.
Η κρητική διάλεκτος απαντά σε γραπτή μορφή ήδη από τον 14ο αιώνα και κυρίως κατά την ακμή της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής (16ος αιώνας μέχρι τα μέσα του 17ου). Από το 1669 και εξής όμως, όταν δηλαδή το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους, δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε λόγιοι άρχισαν να εκδίδουν συλλογές με προφορικό υλικό (κυρίως δημοτικά τραγούδια, δηλαδή ρίμες).

2. Γλωσσική περιγραφή της διαλέκτου

Παρά την έντονη διαφοροποίηση που διαπιστώνεται ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές της Κρήτης, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου αυτής είναι τα εξής:

α. Φωνητική-φωνολογία

  • Δασεία προφορά των /k/, /γ/, /x/, /g/ μπροστά από [i] και [e].
  • Συριστική προφορά του [s].
  • Το /t/ προφέρεται ως [θ] και το /d/ ως [δ] μπροστά από ημίφωνο /j/: [máθça] (μάτια), [arxoδjá] (αρχοντιά).
  • Σιγάται το τελικό /n/ στη γενική πληθυντικού: [to jermanό] (των Γερμανών) [to spiθçό] (των σπιτιών).
  • Τα /b/, /d/, /g/ προφέρονται χωρίς έρρινο στοιχείο: [to gopeliό] (των κοπελλιών), [to betinό] (των πετεινών), [to durkό] (των Τούρκων).
  • Τα συμφωνικά συμπλέγματα συχνά απλοποιούνται: [áθropοs] (άνθρωπος), [ftaménos] (φτασμένος), [aθόs] (ανθός).

β. Μορφολογία

  • Το άρθρο εμφανίζει τύπους όπως τση (της) και τσι (τους/τις).
  • Σε αρκετές λέξεις προστίθεται το πρόθημα α- ή ο-: αζώντανος (ζωντανός), αμοναχός (μοναχός), αδυνατός (δυνατός), οφέτος (φέτος), οπέρσις (πέρσι), ογλήγορα (γρήγορα).
  • Απαντά η ρηματική κατάληξη σε -ομε: κάνομε (κάνουμε), έχομε (έχουμε).
  • Απαντούν ρήματα με την κατάληξη -εύγω (ΚΝΕ -εύω): χορεύγω, δουλεύγω.
  • Ο μέλλοντας σχηματίζεται συχνά με το μόριο να + ρήμα + ρ. θέλω (ως γραμματικοποιημένο δείκτη): να πάω θέλω «θα πάω», να φάμε θέλει «θα φάμε».
  • Σε πολλά ρήματα η συντελεσμένη όψη δηλώνεται με -ξ-: θα τραγουδήξω (θα τραγουδήσω), τραγούδηξα (τραγούδησα).

γ. Σύνταξη

Παρατηρείται επίταξη του εγκλιτικού τύπου της αντωνυμίας (ρωτώ σε: σε ρωτάω), έχουμε όμως πρόταξη της αντωνυμίας στην προστακτική, όταν προηγείται το αντικείμενο (ένα gαφέ μου κάμε: κάνε μου έναν καφέ).

δ. Λεξιλόγιο

Πολλές λέξεις είναι χαρακτηριστικές της κρητικής διαλέκτου: κοπέλλι (παιδί), κουζουλός (τρελός), κουράδι (κοπάδι), κουτσούνα (κούκλα), εδά (τώρα), επαέ (εδώ)∙ άλλες διαθέτουν διαφορετική σημασία στην κρητική από ό,τι στην κοινή νέα ελληνική ή σε άλλες διαλέκτους: πράμα (τίποτα), θέτω (πλαγιάζω, κοιμάμαι), χτήμα (γάιδαρος), πυροβόλος (αναπτήρας, τσακμάκι). Άλλες πάλι λέξεις θεωρούνται ότι έχουν αρχαία ελληνική ή βυζαντινή προέλευση, ενώ άλλες προέρχονται από τη λατινική, την ιταλική, την τουρκική κ.λπ.

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Όπως ισχύει για μεγάλο μέρος των νεοελληνικών διαλέκτων (Τζιτζιλής 2000), οι μελέτες που αφορούν την κρητική διάλεκτο είναι ιστορικού προσανατολισμού και αποτελούν κυρίως συλλογές διαλεκτικού υλικού, με στόχο όχι τη διερεύνηση της σύγχρονης διαλεκτικής χρήσης, αλλά κυρίως τον εντοπισμό των αποκλίσεων (κυρίως σε φωνητικό-φωνολογικό, μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο) από τη νεοελληνική κοινή, καθώς και τη σύνδεση των διαλέκτων με παλαιότερες φάσεις της ελληνικής (αρχαία, ελληνιστική κοινή, βυζαντινή βλ. σχετικά Χαραλαμπάκης 2001).
Ο Κοντοσόπουλος (1988), έχοντας συλλέξει ένα ιδιαίτερα σημαντικό υλικό, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις επιμέρους διαλεκτικές διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται στο νησί. Και αυτός όμως βασίζει τα συμπεράσματά του σε παλαιότερη μορφή της κρητικής διαλέκτου (όπως την κατέγραψε ο ίδιος από μεγαλύτερους σε ηλικία ομιλητές της που ζούσαν σε «απομονωμένα» χωριά), ενώ ταυτόχρονα αποκλείει από το δείγμα του κατοίκους των μεγάλων πόλεων της Κρήτης, που ενδεχομένως να μην είχαν διατηρήσει τα «ιδιαίτερα» γνωρίσματα που διαφοροποιούν την κρητική από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους και από τη νεοελληνική κοινή (για τα μεθοδολογικά προβλήματα αυτού του διαλεκτικού άτλαντα, βλ. Χαραλαμπάκης 1988-1989).
Είναι, επομένως, αναμφισβήτητη η ανάγκη συλλογής σύγχρονου υλικού για τη μελέτη της διαλέκτου αυτής με βάση τις σύγχρονες μεθοδολογικές προσεγγίσεις της διαλεκτολογίας και της κοινωνιογλωσσολογίας. Γενικά υποστηρίζεται ότι, όπως και οι υπόλοιπες νεοελληνικές διάλεκτοι και ιδιώματα, έτσι και η κρητική -όπως τουλάχιστον είναι καταγεγραμμένη και γίνεται αντιληπτή από τις σχετικές μελέτες-βρίσκεται σε υποχώρηση λόγω της επικράτησης της κοινής νεοελληνικής. Οι ομιλητές της τη χρησιμοποιούν συνήθως για ανεπίσημη επικοινωνία και η χρήση της περιορίζεται κυρίως στα χωριά.
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η χρήση της κρητικής διαλέκτου από ελληνόφωνους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στις παραλιακές περιοχές της Τρίπολης του βορείου Λιβάνου και στο χωριό Χαμεντίγιε της νότιας Συρίας (Τσοκαλίδου 1999 [σύνδεση με το κείμενο σε αυτήν την ενότητα]). Πρόκειται για περίπου 7.000 άτομα, μετανάστες τρίτης έως και πέμπτης γενιάς, που χρησιμοποιούν την κρητική κυρίως στον προφορικό τους λόγο. Είναι απόγονοι των μουσουλμάνων της Κρήτης που εγκατέλειψαν το νησί κατά το διάστημα 1866-1897, δηλαδή από το ξέσπασμα της τελευταίας κρητικής επανάστασης κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, οι πληθυσμοί αυτοί εξακολουθούν να διατηρούν την εθνοτική τους συνείδηση, τα έθιμα και της παραδόσεις της Κρήτης και επιθυμούν σχέσεις τόσο με το νησί όσο και με τη μητροπολιτική Ελλάδα εν γένει.
Επίσης, εκτός ελλαδικού χώρου, η κρητική διάλεκτος μιλιέται από μουσουλμάνους κρητικούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν σε άλλα μέρη της Μεσογείου, όπως είναι η Σμύρνη, τα Μοσχονήσια, το Αδραμύτι και τα Άδανα της Τουρκίας (Κοντοσόπουλος 2000, 30).
Βίλλυ Τσάκωνα

Βιβλιογραφία

  1. BROWNING, R. 1991. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα. 2η έκδ. συμπληρωμένη με την προσθήκη δύο άρθρων του συγγραφέα. Μτφρ. Μ. Ν. Κονομή. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα.
  2. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, N. Γ. 1988. Γλωσσικός άτλας της Κρήτης. Εισαγωγή και διαλεκτολογικοί χάρτες. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  3. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, N. Γ. 2000. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. 3η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  4. ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, Χ. 2000. Νεοελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνική διαλεκτολογία: Η επιβίωση μιας ιδιαίτερης εθνοτικής ταυτότητας. Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 15-22. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και ΚΕΓ.
  5. ΤΣΟΚΑΛΙΔΟΥ, Ρ. 1999: Οι ελληνόφωνοι κρητικοί στον Λίβανο και στη Συρία. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης (σε συνεργασία με τη Μ. Αραποπούλου και τη Γ. Γιαννουλοπούλου), 77-81. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ και ΚΕΓ.
  6. ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ, Χ. 1988-1989. Γλωσσικοί άτλαντες. Θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα. Γλωσσολογία 7-8:283-295.
  7. ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ, Χ. 2001. Κρητολογικά μελετήματα. Γλώσσα - Λογοτεχνία - Πολιτισμός. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ιδρυτική Δωρεά Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής.








































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου